Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eŋ.ɡa.te.stiˈme.nu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐γκα‐τε‐στη‐μέ‐νου
παλιότερος συλλαβισμός: εγ‐κα‐τε‐στη‐μέ‐νου

  Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία

εγκατεστημένου

  1. (αρσενικό) γενική ενικού του εγκατεστημένος
  2. γενική ενικού του εγκατεστημένο, ουδέτερο του εγκατεστημένος