Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

απεγκαθιστώ > απ- + εγκαθιστώ (εγ- + καθ- + αρχαία ελληνική ἵστημι), σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική uninstall

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /a.peŋ.ɡa.θiˈsto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πε‐γκα‐θι‐στώ

  ΡήμαΕπεξεργασία

απεγκαθιστώ, αόρ.: απεγκατέστησα, παθ.φωνή: απεγκαθίσταμαι, π.αόρ.: απεγκαταστάθηκε, μτχ.π.π.: απεγκατεστημένος

  1. αποσύρω ή ακυρώνω κάτι που είχα τοποθετήσει ή εγκαταστήσει
  2. (πληροφορική) η διαδικασία της ολικής αφαίρεσης υλικού (hardware) ή λογισμικού (software) από από σύστημα ηλεκτρονικού υπολογιστή
    → δείτε τη λέξη διαχειριστής πακέτου

ΑντώνυμαΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΚλίσηΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία