Δείτε επίσης: εποχιακότητα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εποχικότητα οι εποχικότητες
      γενική της εποχικότητας των εποχικοτήτων
    αιτιατική την εποχικότητα τις εποχικότητες
     κλητική εποχικότητα εποχικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εποχικότητα < εποχικ(ός) + -ότητα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.po.çiˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πο‐χι‐κό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εποχικότητα θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία