εποχικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εποχικότητα < εποχικ(ός) + -ότητα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.po.çiˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πο‐χι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεποχικότητα θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εποχικότητα