Δείτε επίσης: εποχιακός, εποξικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εποχικός η εποχική το εποχικό
      γενική του εποχικού της εποχικής του εποχικού
    αιτιατική τον εποχικό την εποχική το εποχικό
     κλητική εποχικέ εποχική εποχικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εποχικοί οι εποχικές τα εποχικά
      γενική των εποχικών των εποχικών των εποχικών
    αιτιατική τους εποχικούς τις εποχικές τα εποχικά
     κλητική εποχικοί εποχικές εποχικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εποχικός < εποχή + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

εποχικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία