• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

sezon

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Πολωνικά (pl)
    • 1.1 Προφορά
    • 1.2 Ουσιαστικό
    • 1.3 Συγγενικά
  • 2 Ρουμανικά (ro)
    • 2.1 Ουσιαστικό

Πολωνικά (pl)

επεξεργασία

Προφορά

επεξεργασία
ⓘ  (βοήθεια·αρχείο)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

sezon (pl) αρσενικό

  1. η σεζόν
  2. (παρωχημένο) η εποχή ( έτους)

Συγγενικά

επεξεργασία
  • sezonowo
  • sezonowość
  • sezonowy



Ρουμανικά (ro)

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

sezon (ro)

  • η εποχή
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=sezon&oldid=5244273"
Τελευταία επεξεργασία στις 17 Σεπτεμβρίου 2021, στις 07:55

Γλώσσες

    • Čeština
    • English
    • Esperanto
    • Eesti
    • فارسی
    • Suomi
    • Français
    • Frysk
    • Magyar
    • Ido
    • 日本語
    • 한국어
    • Kurdî
    • ລາວ
    • Lietuvių
    • Malagasy
    • Nederlands
    • Polski
    • Română
    • Русский
    • தமிழ்
    • Türkçe
    • Oʻzbekcha / ўзбекча
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 17 Σεπτεμβρίου 2021, στις 07:55. Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας