Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συντέλεια οι συντέλειες
      γενική της συντέλειας των συντελειών
    αιτιατική τη συντέλεια τις συντέλειες
     κλητική συντέλεια συντέλειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συντέλεια < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συντέλεια (σημασία: ολοκλήρωση έως το τέλος περιόδου) < αρχαία σημασία: κοινή οικονομική εισφορά[1] → δείτε τις λέξεις συν και τέλος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sinˈde.li.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐ντέ‐λει‐α
παλιότερος συλλαβισμός: συν‐τέ‐λει‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συντέλεια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συντέλει αἱ συντέλειαι
      γενική τῆς συντελείᾱς τῶν συντελειῶν
      δοτική τῇ συντελεί ταῖς συντελείαις
    αιτιατική τὴν συντέλειᾰν τὰς συντελείᾱς
     κλητική ! συντέλει συντέλειαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συντελεί
γεν-δοτ τοῖν  συντελείαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συντέλεια < συντελής, συντελεσ- + -εια. Μορφολογικά αναλύεται σε συν- + -τέλεια < → δείτε  σύν & τέλος [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συντέλεια, -ας θηλυκό

  1. (οικονομία) δημόσιος φόρος, κοινή εισφορά
  2. (ειδικότερα, στην Αρχαία Αθήνα) σώμα πολιτών που πλήρωναν τα έξοδα του στρατού
  3. κοινή προσπάθεια
  4. (ελληνιστική σημασία) ολοκλήρωση σχεδίου, χρόνου, σειράς γεγονότων

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. συντέλεια - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία