κοσμοχαλασιά
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κοσμοχαλασιά θηλυκό
- κακές καιρικές συνθήκες που προκαλούν καταστοφές
- (μεταφορικά) φασαρία, αναστάτωση, χαλασμός
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κοσμοχαλασιά