προγραμματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προγραμματικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
προγραμματικός, -ή, -ό
- που αποτελεί μέρος ενός προγράμματος, που εκφράζει ένα πρόγραμμα
- οι προγραμματικές θέσεις του κόμματος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προγραμματικός
|