κωδικογράφος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κωδικογράφος < → λείπει η ετυμολογία
κωδικάς + γράφω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κωδικογράφος αρσενικό
αυτός που αντιγράφει συστηματικά αρχαία χειρόγραφα, για να τα διασώσει από την φθορά
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κωδικογράφος