Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η κωδικογράφος οι κωδικογράφοι
      γενική του/της κωδικογράφου των κωδικογράφων
    αιτιατική τον/την κωδικογράφο τους/τις κωδικογράφους
     κλητική κωδικογράφε κωδικογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κωδικογράφος < κώδικας + -ο- + γράφος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ko.ði.ko.ˈɣra.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κω‐δι‐κο‐γρά‐φος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κωδικογράφος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία