κωδικογραφικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κωδικογραφικός < κωδικογράφος + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
κωδικογραφικός
- που έχει σχέση με κωδικογράφο ή κωδικογράφηση ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις επεξεργασία
κωδικογραφικός
|