κωδικογράφηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κωδικογράφηση | οι | κωδικογραφήσεις |
γενική | της | κωδικογράφησης* | των | κωδικογραφήσεων |
αιτιατική | την | κωδικογράφηση | τις | κωδικογραφήσεις |
κλητική | κωδικογράφηση | κωδικογραφήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κωδικογραφήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κωδικογράφηση < κωδικογράφος + -ηση
Ουσιαστικό επεξεργασία
κωδικογράφηση θηλυκό
- η δουλειά του κωδικογράφου
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κωδικογράφηση
|