αποκωδικοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποκωδικοποίηση | οι | αποκωδικοποιήσεις |
γενική | της | αποκωδικοποίησης* | των | αποκωδικοποιήσεων |
αιτιατική | την | αποκωδικοποίηση | τις | αποκωδικοποιήσεις |
κλητική | αποκωδικοποίηση | αποκωδικοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποκωδικοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αποκωδικοποίηση < αποκωδικοποιώ + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποκωδικοποίηση θηλυκό
- το αποτέλεσμα και η ενέργεια του αποκωδικοποιώ, η ερμηνεία, η μετατροπή κάποιων στοιχείων με τρόπο ώστε αυτά να είναι πιο καταληπτά, να ερμηνεύονται πιο εύκολα ή να μεταφέρονται σε μια άλλη γλώσσα
- αποκρυπτογράφηση