Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κωδικοποιημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κωδικοποιημέν
ος
η
κωδικοποιημέν
η
το
κωδικοποιημέν
ο
γενική
του
κωδικοποιημέν
ου
της
κωδικοποιημέν
ης
του
κωδικοποιημέν
ου
αιτιατική
τον
κωδικοποιημέν
ο
την
κωδικοποιημέν
η
το
κωδικοποιημέν
ο
κλητική
κωδικοποιημέν
ε
κωδικοποιημέν
η
κωδικοποιημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κωδικοποιημέν
οι
οι
κωδικοποιημέν
ες
τα
κωδικοποιημέν
α
γενική
των
κωδικοποιημέν
ων
των
κωδικοποιημέν
ων
των
κωδικοποιημέν
ων
αιτιατική
τους
κωδικοποιημέν
ους
τις
κωδικοποιημέν
ες
τα
κωδικοποιημέν
α
κλητική
κωδικοποιημέν
οι
κωδικοποιημέν
ες
κωδικοποιημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κωδικοποιημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
κωδικοποιώ
Μετοχή
επεξεργασία
κωδικοποιημένος, -η, -ο
που έχει υποστεί μια
κωδικοποίηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κωδικοποιημένος
γαλλικά
:
codé
(fr)
,
codifié
(fr)