Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κωδικοποιημένος η κωδικοποιημένη το κωδικοποιημένο
      γενική του κωδικοποιημένου της κωδικοποιημένης του κωδικοποιημένου
    αιτιατική τον κωδικοποιημένο την κωδικοποιημένη το κωδικοποιημένο
     κλητική κωδικοποιημένε κωδικοποιημένη κωδικοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κωδικοποιημένοι οι κωδικοποιημένες τα κωδικοποιημένα
      γενική των κωδικοποιημένων των κωδικοποιημένων των κωδικοποιημένων
    αιτιατική τους κωδικοποιημένους τις κωδικοποιημένες τα κωδικοποιημένα
     κλητική κωδικοποιημένοι κωδικοποιημένες κωδικοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κωδικοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κωδικοποιώ

  Μετοχή επεξεργασία

κωδικοποιημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία