Ουσιαστικό

επεξεργασία

lien (en)

  1. υποθήκη
    I can't sell my house yet. The city put a lien on my house due to unpaid taxes.

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ljɛ̃n/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

lien (br) αρσενικό

  1. ιστός, καμβάς



  Ετυμολογία

επεξεργασία
lien < λατινική ligamen

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ljɛ̃/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
lien liens

lien (fr) αρσενικό

  1. ό,τι χρησιμεύει στο δέσιμο, ο δεσμός, το σκοινί
    • un lien de paille, de jonc, d’osier
    • un lien de fer
    • le lien d’une gerbe, d’un fagot
  2. (κατ’ επέκταση) σκοινί ή αλυσίδα για το δέσιμο ενός φυλακισμένου. Όταν έχει αυτή την έννοια, η λέξη μπαίνει συνήθως στον πληθυντικό.
    • il était dans les liens
    • la fête de saint Pierre aux liens
    • briser, rompre ses liens
    • être dans les liens d’un décret, d’un mandat d’arrêt, λέγεται για κάποιον για τον οποίο έχει εκδωθεί ένα ένταλμα σύλληψης
  3. (μεταφορικά) τα δεσμά, η σύνδεση
    • lien religieux
    • le lien du mariage est un lien sacré, un lien indissoluble
    • lien d’intérêt
    • lien d’amitié
    • le lien de la reconnaissance
    • les liens du sang
    • je lui suis attaché par les liens les plus forts, les plus étroits
    • resserrer les liens, relâcher les liens qui unissent deux personnes
    • ce brave homme a été le lien, a servi de lien entre nous.
    • le lien qui rattache les diverses parties de cet ouvrage est bien mince.
    • je n’aperçois aucun lien entre ces événements, entre ces idées.
  4. (παρωχημένο) (μεταφορικά) εξωσυζυγικός δεσμός
    • il a rompu ses liens
    • des liens honteux
  5. (μουσική) οι οριζόντιες ή πλάγιες γραμμές που ενώνουν πολλά συνεχή φθογγόσημα

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • lien στη γαλλική Βικιπαίδεια