lien
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαlien (en)
- υποθήκη
- I can't sell my house yet. The city put a lien on my house due to unpaid taxes.
Ομώνυμα / Ομόηχα
επεξεργασία
Βρετονικά (br)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαlien (br) αρσενικό
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
lien | liens |
lien (fr) αρσενικό
- ό,τι χρησιμεύει στο δέσιμο, ο δεσμός, το σκοινί
- un lien de paille, de jonc, d’osier
- un lien de fer
- le lien d’une gerbe, d’un fagot
- (κατ’ επέκταση) σκοινί ή αλυσίδα για το δέσιμο ενός φυλακισμένου. Όταν έχει αυτή την έννοια, η λέξη μπαίνει συνήθως στον πληθυντικό.
- (μεταφορικά) τα δεσμά, η σύνδεση
- lien religieux
- le lien du mariage est un lien sacré, un lien indissoluble
- lien d’intérêt
- lien d’amitié
- le lien de la reconnaissance
- les liens du sang
- je lui suis attaché par les liens les plus forts, les plus étroits
- resserrer les liens, relâcher les liens qui unissent deux personnes
- ce brave homme a été le lien, a servi de lien entre nous.
- le lien qui rattache les diverses parties de cet ouvrage est bien mince.
- je n’aperçois aucun lien entre ces événements, entre ces idées.
- (παρωχημένο) (μεταφορικά) εξωσυζυγικός δεσμός
- il a rompu ses liens
- des liens honteux
- (μουσική) οι οριζόντιες ή πλάγιες γραμμές που ενώνουν πολλά συνεχή φθογγόσημα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- lien στη γαλλική Βικιπαίδεια