καμβάς
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | καμβάς | καμβάδες |
γενική | καμβά | καμβάδων |
αιτιατική | καμβά | καμβάδες |
κλητική | καμβά | καμβάδες |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- καμβάς < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
καμβάς αρσενικό
- ύφασμα που πρόκειται να κεντηθεί
- ειδικό ύφασμα για ζωγραφική
- τα κομβικά σημεία της υπόθεσης ενός αφηγηματικού έργου