pixel
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- pixel < pix (“pictures”) + element < picture element, πρώτη χρήση το 1965
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
pixel (en) (πληθυντικός pixels)