Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επανασύνδεση οι επανασυνδέσεις
      γενική της επανασύνδεσης* των επανασυνδέσεων
    αιτιατική την επανασύνδεση τις επανασυνδέσεις
     κλητική επανασύνδεση επανασυνδέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επανασυνδέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επανασύνδεση < επανα- + σύνδεση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επανασύνδεση θηλυκό

  1. η εκ νέου σύνδεση
  2. η ανανέωση των δεσμών με ανθρώπους από τους οποίους είχαμε απομακρυνθεί

  Μεταφράσεις επεξεργασία