υπερσύνδεση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπερσύνδεση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπερσύνδεση θηλυκό
- το να μετατρέπω λέξη, εικόνα ή άλλη εφαρμογή σε υπερσύνδεσμο
- το να περικλείω λέξη στο Βικιλεξικό ανάμεσα σε [ [ ... ] ] οπότε εάν την κλικάρω οδηγούμαι στην σελίδα της
- ο υπερσύνδεσμος