Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σύνδεσῐς αἱ συνδέσεις
      γενική τῆς συνδέσεως τῶν συνδέσεων
      δοτική τῇ συνδέσει ταῖς συνδέσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σύνδεσῐν τὰς συνδέσεις
     κλητική ! σύνδεσῐ συνδέσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συνδέσει
γεν-δοτ τοῖν  συνδεσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σύνδεσις < συνδέ(ω) + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε σύν- + δέσις.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σύνδεσις, -εως θηλυκό

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία