↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συζευκτικός η συζευκτική το συζευκτικό
      γενική του συζευκτικού της συζευκτικής του συζευκτικού
    αιτιατική τον συζευκτικό τη συζευκτική το συζευκτικό
     κλητική συζευκτικέ συζευκτική συζευκτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συζευκτικοί οι συζευκτικές τα συζευκτικά
      γενική των συζευκτικών των συζευκτικών των συζευκτικών
    αιτιατική τους συζευκτικούς τις συζευκτικές τα συζευκτικά
     κλητική συζευκτικοί συζευκτικές συζευκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συζευκτικός < ελληνιστική κοινή συζευκτικός[1] < αρχαία ελληνική συζεύγνυμι < σύν + ζεύγνυμι

  Επίθετο

επεξεργασία

συζευκτικός, -ή, -ό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. συζευκτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.