συζευκτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συζευκτικός < ελληνιστική κοινή συζευκτικός[1] < αρχαία ελληνική συζεύγνυμι < σύν + ζεύγνυμι
Επίθετο
επεξεργασίασυζευκτικός, -ή, -ό
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- συζευκτικά
- συζευκτικώς
- → δείτε τη λέξη σύζευξη
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συζευκτικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συζευκτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Πηγές
επεξεργασία- συζευκτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συζευκτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- συζευκτικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)