↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζαχαροπλάστης οι ζαχαροπλάστες
      γενική του ζαχαροπλάστη των ζαχαροπλαστών
    αιτιατική τον ζαχαροπλάστη τους ζαχαροπλάστες
     κλητική ζαχαροπλάστη ζαχαροπλάστες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζαχαροπλάστης < ζάχαρ(η) + -ο- + -πλάστης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζαχαροπλάστης αρσενικό (θηλυκό: ζαχαροπλάστρια, ζαχαροπλάστισσα, (λαϊκότροπο) ζαχαροπλάσταινα)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία