Δείτε επίσης: αρτοποιείο
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἀρτοποιεῖον τὰ ἀρτοποιεῖ
      γενική τοῦ ἀρτοποιείου τῶν ἀρτοποιείων
      δοτική τῷ ἀρτοποιεί τοῖς ἀρτοποιείοις
    αιτιατική τὸ ἀρτοποιεῖον τὰ ἀρτοποιεῖ
     κλητική ! ἀρτοποιεῖον ἀρτοποιεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀρτοποιείω
γεν-δοτ τοῖν  ἀρτοποιείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀρτοποιεῖον < ἀρτο- + -ποιεῖον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀρτοποιεῖον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  • αρτοποιείο
    ※  3ος κε αιώνας, Πράξεις Θωμά, (απόκρυφο), 18, @scaife.perseus
    Καὶ ὁ ἀπόστολος κάλαμον λαβὼν διεχάρασσεν μετρῶν τὸν τόπον, καὶ τὰς μὲν θύρας ἔτασσεν κατὰ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου βλέπειν πρὸς τὸ φῶς, τὰς δὲ θυρίδας κατὰ δύσιν πρὸς τοὺς ἀνέμους, τὸ δὲ ἀρτοποιεῖον πρὸς μεσημβρίαν ἐποίησεν εἶναι,

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία