Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βυθοπλάνο τα βυθοπλάνα
      γενική του βυθοπλάνου των βυθοπλάνων
    αιτιατική το βυθοπλάνο τα βυθοπλάνα
     κλητική βυθοπλάνο βυθοπλάνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βυθοπλάνο < (βυθός) + βυθο- + αγγλική -plane -πλάνο κατά το αεροπλάνο• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vi.θoˈpla.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βυ‐θο‐πλά‐νο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βυθοπλάνο ουδέτερο

  • (νεολογισμός) υποβρύχιο σκάφος που χρησιμοποιεί δυνάμεις άνωσης, όπως τα αεροπλάνα, για την κίνησή του
    ※  Όσοι έχουν την οικονομική δυνατότητα να παραθερίζουν στο ιδιόκτητο νησί του Ρ. Μ. στην Καραϊβική θα μπορούν στο εξής να απολαμβάνουν ακόμα μια πολυτέλεια: υποβρύχιες βόλτες με ένα φουτουριστικό «βυθοπλάνο» που συμπεριφέρεται περισσότερο σαν αεριωθούμενο παρά σαν υποβρύχιο. (Το νέο απόκτημα του Ρ. Μ. είναι ένα «βυθοπλάνο», εφημερίδα Το Βήμα, 1 Φεβρουαρίου 2010)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr