διατσέντο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διατσέντο < γιατσέντο < γιατσίντο < ιταλική giacinto < λατινική hyacinthus < αρχαία ελληνική ὑάκινθος (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
διατσέντο ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διατσέντο
|