Δείτε επίσης: διατσέντο

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Διατσέντα οι Διατσέντες
      γενική της Διατσέντας
    αιτιατική τη Διατσέντα τις Διατσέντες
     κλητική Διατσέντα Διατσέντες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Διατσέντα < διατσέντο +

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Διατσέντα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία