υάκινθος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | υάκινθος | οι | υάκινθοι |
γενική | του | υάκινθου & υακίνθου |
των | υάκινθων & υακίνθων |
αιτιατική | τον | υάκινθο | τους | υάκινθους & υακίνθους |
κλητική | υάκινθε | υάκινθοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υάκινθος < αρχαία ελληνική ὑάκινθος < προελληνική
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυάκινθος αρσενικό
- (λουλούδι, φυτό) βολβώδες μονοκοτυλήδονο καλλωπιστικό φυτό της οικογένειας των λιλιδών. Έχει λεπτά μακρόστενα φύλλα κι ευωδιαστά άνθη.
- η πορτοκαλέρυθρη διαφανής παραλλαγή του ορυκτού ζιρκόνιου