↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βολβώδης η βολβώδης το βολβώδες
      γενική του βολβώδους της βολβώδους του βολβώδους
    αιτιατική τον βολβώδη τη βολβώδη το βολβώδες
     κλητική βολβώδη(ς) βολβώδης βολβώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βολβώδεις οι βολβώδεις τα βολβώδη
      γενική των βολβωδών των βολβωδών των βολβωδών
    αιτιατική τους βολβώδεις τις βολβώδεις τα βολβώδη
     κλητική βολβώδεις βολβώδεις βολβώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βολβώδης < βολβός + -ώδης

  Επίθετο

επεξεργασία

βολβώδης, -ης, -ες

  • αυτός που φέρει βολβό
  • αυτός που έχει σχήμα βολβού

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία