βολβώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βολβώδης | η | βολβώδης | το | βολβώδες |
γενική | του | βολβώδους | της | βολβώδους | του | βολβώδους |
αιτιατική | τον | βολβώδη | τη | βολβώδη | το | βολβώδες |
κλητική | βολβώδη(ς) | βολβώδης | βολβώδες | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βολβώδεις | οι | βολβώδεις | τα | βολβώδη |
γενική | των | βολβωδών | των | βολβωδών | των | βολβωδών |
αιτιατική | τους | βολβώδεις | τις | βολβώδεις | τα | βολβώδη |
κλητική | βολβώδεις | βολβώδεις | βολβώδη | |||
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαβολβώδης, -ης, -ες
- αυτός που φέρει βολβό
- αυτός που έχει σχήμα βολβού
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βολβώδης
|