ζουμπούλι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζουμπούλι | τα | ζουμπούλια |
γενική | του | ζουμπουλιού | των | ζουμπουλιών |
αιτιατική | το | ζουμπούλι | τα | ζουμπούλια |
κλητική | ζουμπούλι | ζουμπούλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζουμπούλι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική سنبل (sombol) (τουρκική sümbül) < περσική سنبل (sombol) [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /zumˈbu.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζου‐μπού‐λι
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζουμπούλι ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζουμπούλι
→ δείτε τη λέξη υάκινθος |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ζουμπούλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας