ζουμπουλάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζουμπουλάκι | τα | ζουμπουλάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ζουμπουλάκι | τα | ζουμπουλάκια |
κλητική | ζουμπουλάκι | ζουμπουλάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζουμπουλάκι < ζουμπούλ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζουμπουλάκι ουδέτερο
- (λουλούδι, φυτό) υποκοριστικό του ζουμπούλι
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ζουμπούλι
ζουμπουλάκι
|