سنبل
Ετυμολογία
επεξεργασία- سنبل < (άμεσο δάνειο) περσική سنبل (sombol)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαسنبل (sümbül)
Απόγονοι
επεξεργασίαسنبل (οθωμανικά τουρκικά)
- ⇒ τουρκικά: sümbül
- ↷ αλβανικά: zymbyl
- ↷ βουλγαρικά: зюмбюл
- ↷ κουρδικά: sumbul, simbil
- ↷ νέα ελληνικά: ζουμπούλι
- ↷ ρουμανικά: zambilă
- ↷ σερβοκροατικά: зумбул, zumbul
- ↷ σλαβομακεδονικά: зумбул (zumbul)