Υάκινθος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Υάκινθος | οι | Υάκινθοι |
γενική | του | Υάκινθου & Ὺακίνθου |
των | Υάκινθων & Ὺακίνθων |
αιτιατική | τον | Υάκινθο | τους | Υάκινθους & Ὺακίνθους |
κλητική | Υάκινθε | Υάκινθοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Υάκινθος < αρχαία ελληνική Ὑάκινθος < ὑάκινθος < προελληνική
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΥάκινθος αρσενικό
- (ελληνική μυθολογία) πολύ όμορφος νέος από τις λακωνικές Αμύκλες, ευνοούμενος του θεού Απόλλωνα, τον οποίο ο θεός σκότωσε κατά λάθος
- ανδρικό όνομα