Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διατηρητέο τα διατηρητέα
      γενική του διατηρητέου των διατηρητέων
    αιτιατική το διατηρητέο τα διατηρητέα
     κλητική διατηρητέο διατηρητέα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διατηρητέο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου διατηρητέος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /di.a.ti.riˈte.os/ & /dʝa.ti.riˈte.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐τη‐ρη‐τέ‐ο ή δια‐τη‐ρη‐τέ‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διατηρητέο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία