ειρηνοδικείο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ειρηνοδικείο < ειρηνοδίκης + -είο / ειρήνη + -ο- + -δικείο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαειρηνοδικείο ουδέτερο
- (νομικός όρος) κατώτερο μονομελές πολιτικό δικαστήριο το οποίο εκδικάζει προσωπικές διαφορές που αφορούν σχετικά μικρά ποσά (κατά τη συγγραφή του παρόντος, μικρότερα των 20.000€) (μικρές αστικές υποθέσεις)
- το οίκημα που στεγάζει το εν λόγω δικαστήριο
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ειρηνοδικείο
|