γεννητάτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γεννητάτο < γεννητ(άτος) + -άτο (ουδέτερο), και πληθυντικός + -άτα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγεννητάτο ουδέτερο (δημοτική)
- (στον ενικό) ιδιότητα εκ γενετής
- ⮡ το κουσούρι είναι γεννητάτο του
- ≈ συνώνυμα: γεννησίμιο, γεννησιμιό
- (στον πληθυντικό ή επίρρημα[1]) εκ γενετής
Μεταφράσεις
επεξεργασία γεννητάτο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .