γεννησιμιό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γεννησιμιό | ||
γενική | του | γεννησιμιού | ||
αιτιατική | το | γεννησιμιό | ||
κλητική | γεννησιμιό | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γεννησιμιό < γέννησ(η) + -ιμιό κατά τα αναδεξιμιός (< μεσαιωνική ελληνική ἀναδεξιμαῖος), βαφτισιμιός (*βαπτισιμαῖος) με συνίζηση
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʝe.ni.siˈmɲo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γεν‐νη‐ση‐μιό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγεννησιμιό ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- η γέννηση· συνήθως στη φράση από γεννησιμιού (του)
- σπανιότερα: από γεννησιμιό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη γεννάω
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- «γεννησήμιο» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- γεννησιμιό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας