γεννησιμιό
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
αμάρτυρος υποθετικός τύπος, λέξη που δεν σώζεται σε κείμενα αλλά σε σύνθετες λέξεις ή σε γραμματικούς τύπους ή σε σχόλια γραμματικών - μπροστά από τη λέξη σημειώνεται πάντα ένας αστερίσκος - |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
*γεννησιμιό ουδέτερο
- η γέννηση· απαντά μόνο στη φράση από γεννησιμιού (του)