ανδρογόνο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανδρογόνο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανδρογόνο ουδέτερο
- (βιολογία) ανδρική ορμόνη που προκαλεί την ανάπτυξη δευτερευόντων σεξουαλικών χαρακτηριστικών, όπως π.χ. η τεστοστερόνη
- (ιατρική, φαρμακευτική) συνθετική ορμόνη που χρησιμοποιείται για τη διατήρηση φυσικού επιπέδου ανδρικών ορμονών που συνήθως παράγονται φυσιολογικά από το ανθρώπινο σώμα στους όρχεις και τα επινεφρίδια
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανδρογόνο
|