Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δενδροκομείο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Συγγενικά
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
δενδροκομεί
ο
τα
δενδροκομεί
α
γενική
του
δενδροκομεί
ου
των
δενδροκομεί
ων
αιτιατική
το
δενδροκομεί
ο
τα
δενδροκομεί
α
κλητική
δενδροκομεί
ο
δενδροκομεί
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
δενδροκομείο
<
δένδρο
+
-ο-
+
-κομείο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δενδροκομείο
ουδέτερο
έκταση
όπου έχουν φυτευθεί και καλλιεργούνται
καρποφόρα
ή
δασικά
δέντρα
Άλλες μορφές
επεξεργασία
δεντροκομείο
Συνώνυμα
επεξεργασία
δενδρώνας
Συγγενικά
επεξεργασία
δενδροκόμος
/
δεντροκόμος
δενδροκομικός
/
δεντροκομικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δενδροκομείο