διπλάνο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | διπλάνο | τα | διπλάνα |
γενική | του | διπλάνου | των | διπλάνων |
αιτιατική | το | διπλάνο | τα | διπλάνα |
κλητική | διπλάνο | διπλάνα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διπλάνο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
διπλάνο ουδέτερο
- (αεροπορικός όρος) αεροπλάνο με δύο κύριες πτέρυγες τοποθετημένες τη μία πάνω από την άλλη