Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διπλάνο τα διπλάνα
      γενική του διπλάνου των διπλάνων
    αιτιατική το διπλάνο τα διπλάνα
     κλητική διπλάνο διπλάνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Διπλάνο Nieuport 23 του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

  Ετυμολογία επεξεργασία

διπλάνο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διπλάνο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία