πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γιλέκο τα γιλέκα
      γενική του γιλέκου των γιλέκων
    αιτιατική το γιλέκο τα γιλέκα
     κλητική γιλέκο γιλέκα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
άνδρας με καρό γιλέκο

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

γιλέκο ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία