ζιλές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ζιλές | οι | ζιλέδες |
γενική | του | ζιλέ | των | ζιλέδων |
αιτιατική | τον | ζιλέ | τους | ζιλέδες |
κλητική | ζιλέ | ζιλέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ziˈles/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζι‐λές
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζιλές ουδέτερο
- (σπάνιο, λαϊκότροπο) άλλη μορφή του ζιλέ
Παράγωγα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζιλές
|