Δείτε επίσης: ζιλές
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζελές οι ζελέδες
      γενική του ζελέ των ζελέδων
    αιτιατική τον ζελέ τους ζελέδες
     κλητική ζελέ ζελέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζελές < ζελέ + για προσαρμογή στην κλίση

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /zeˈles/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζε‐λές

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ζελές αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία