αλατζάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αλατζάς | οι | αλατζάδες |
γενική | του | αλατζά | των | αλατζάδων |
αιτιατική | τον | αλατζά | τους | αλατζάδες |
κλητική | αλατζά | αλατζάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αλατζάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική alaca (παρδαλός) + -ς
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.laˈd͡zas/
Ουσιαστικό
επεξεργασίααλατζάς αρσενικό
- ευτελές βαμβακερό ύφασμα για ρούχα των φτωχών
- (κατ’ επέκταση) (ενδυμασία) είδος ρούχου φτιαγμένου από αλατζά
- (κατ’ επέκταση) (ενδυμασία) είδος γιλέκου