ζιπούνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζιπούνι | τα | ζιπούνια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ζιπούνι | τα | ζιπούνια |
κλητική | ζιπούνι | ζιπούνια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ζιπούνι < μεσαιωνική ελληνική ζιπούνι(ν) < ζιπόνιν < βενετική zipon
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ζιπούνι ουδέτερο
- (ενδυμασία) είδος ζακέτας
- άλλη μορφή του ζιπουνάκι
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ζιπούνι
|