φέρμελη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φέρμελη | οι | φέρμελες |
γενική | της | φέρμελης | των | φέρμελων |
αιτιατική | τη | φέρμελη | τις | φέρμελες |
κλητική | φέρμελη | φέρμελες | ||
Κατηγορία όπως «ασημόσκονη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαφέρμελη θηλυκό
- γιλέκο με χρυσό διάκοσμο, συνοδευτικό της φουστανέλας