γιλεκάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γιλεκάκι | τα | γιλεκάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | γιλεκάκι | τα | γιλεκάκια |
κλητική | γιλεκάκι | γιλεκάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γιλεκάκι < γιλέκ(ο) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʝi.leˈka.ci/
Ουσιαστικό επεξεργασία
γιλεκάκι ουδέτερο
- (ενδυμασία) υποκοριστικό του γιλέκο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε γιλέκο
γιλεκάκι
|