εδωδιμοπωλείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εδωδιμοπωλείο ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
- εδωδιμοπώλης
- → δείτε τις λέξεις εδώδιμος και πουλώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
εδωδιμοπωλείο
|
εδωδιμοπωλείο ουδέτερο
|