Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μπακάλικο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μπακάλικ
ο
τα
μπακάλικ
α
γενική
του
μπακάλικ
ου
των
μπακάλικ
ων
αιτιατική
το
μπακάλικ
ο
τα
μπακάλικ
α
κλητική
μπακάλικ
ο
μπακάλικ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μπακάλικο
<
μπακάλης
+
-ικο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μπακάλικο
ουδέτερο
φρουτοπωλείο
, το
κατάστημα
του
μπακάλη
(
παρωχημένο
) το
παντοπωλείο
(πλέον
μπακάλικο
σημαίνει συνήθως φρουτοπωλείο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μπακάλικο
γαλλικά
:
épicerie
(fr)