Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εδωδιμοπώλης οι εδωδιμοπώλες
      γενική του εδωδιμοπώλη των εδωδιμοπωλών
    αιτιατική τον εδωδιμοπώλη τους εδωδιμοπώλες
     κλητική εδωδιμοπώλη εδωδιμοπώλες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εδωδιμοπώλης < εδώδιμος[1] + -ο- + -πώλης[2]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εδωδιμοπώλης αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία