ἐδώδιμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΠτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἐδώδιμος | τὸ ἐδώδιμον | οἱ, αἱ ἐδώδιμοι | τὰ ἐδώδιμα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἐδωδίμου | τοῦ ἐδωδίμου | τῶν ἐδωδίμων | τῶν ἐδωδίμων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἐδωδίμῳ | τῷ ἐδωδίμῳ | τοῖς, ταῖς ἐδωδίμοις | τοῖς ἐδωδίμοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἐδώδιμον | τὸ ἐδώδιμον | τοὺς, τὰς ἐδωδίμους | τὰ ἐδώδιμα |
Κλητική | ἐδώδιμε | ἐδώδιμον | ἐδώδιμοι | ἐδώδιμα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἐδωδίμω | |||
Γενική-Δοτική | ἐδωδίμοιν |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἐδώδιμος, -ος, -ον
- εδώδιμος, φαγώσιμος
- ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό ἐδώδιμα: εφόδια, προμήθειες