ἐδώδιμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαἐδώδιμα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ἐδώδιμος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐδώδιμα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
ἐδώδιμα
ἐδώδιμα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό